- παραφυματίωση
- (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης νόσος των μηρυκαστικών, που χαρακτηρίζεται από ειδικές μεταβολές του εντέρου. Λέγεται και νόσος του Τζόουν. Είναι διαδεδομένη σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας και της νοτιοανατολικής Ασίας. Οφείλεται σε έναν βάκιλο που ανήκει στο γένος των μυκοβακτηριδίων και είναι ανθεκτικός στα οξέα, στο οινόπνευμα και στην αντιφορμίνη. Τα βακτηρίδια μπορούν να ζήσουν μακριά από τον ξενιστή τους 8 έως 12 μήνες αλλά πεθαίνουν μέσα σε 30 λεπτά, σε γάλα θερμοκρασίας 63 βαθμών. Η π. προσβάλλει το πρόβατο, την αγελάδα, τον τάρανδο και πιο σπάνια την κατσίκα, την καμήλα και τον βίσονα. Τα άρρωστα ζώα, καθώς και εκείνα που παρουσιάζουν λανθάνουσα διαδρομή της π., αποβάλλουν τα βακτηρίδια στο περιβάλλον με τα κόπρανα, το γάλα, τα ούρα και το σπέρμα. Η μετάδοση της νόσου γίνεται κυρίως με την τροφή. Τα βακτηρίδια μπαίνουν στον εντερικό βλεννογόνο και τα μεσεντέρια λεμφογάγγλια, όπου πολλαπλασιάζονται και δημιουργούν φλεγμονή. Η εντερική προσβολή έχει ως αποτέλεσμα εκτεταμένες λειτουργικές διαταραχές και χρόνια δηλητηρίαση. Τα ζώα που υποφέρουν από π. είναι νωθρά κι αδύνατα, δεν αναπαράγονται και παρουσιάζουν έντονη διάρροια.
* * *η(κτην.) σοβαρή λοιμώδης ζωονόσος, μορφή εντερίτιδας, που προσβάλλει κυρίως τα βοοειδή αλλά και τα αιγοπρόβατα και τα ελάφια και η οποία οφείλεται σε ειδικό οξυάντοχο βάκιλλο, χαρακτηρίζεται από έμμονη διάρροια που συνοδεύεται με αδυνάτισμα και καταλήγει συνήθως στον θάνατο.
Dictionary of Greek. 2013.